Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασιφιστής οι πασιφιστές
      γενική του πασιφιστή των πασιφιστών
    αιτιατική τον πασιφιστή τους πασιφιστές
     κλητική πασιφιστή πασιφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασιφιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική pacifiste < αρχαία ελληνική -ιστής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.si.fiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐σι‐φι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασιφιστής αρσενικό (θηλυκό πασιφίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία