παρουσιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρουσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρουσιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαπαρουσιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρουσιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρουσιασμένος
|
παρουσιασμένος, -η, -ο
|