παροξυσμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροξυσμικός < παροξυσμός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαροξυσμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον παροξυσμό ή οδηγεί σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παροξυσμός, οξύνω και οξύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία παροξυσμικός