↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παριλίσσιος η παριλίσσια το παριλίσσιο
      γενική του παριλίσσιου της παριλίσσιας του παριλίσσιου
    αιτιατική τον παριλίσσιο την παριλίσσια το παριλίσσιο
     κλητική παριλίσσιε παριλίσσια παριλίσσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παριλίσσιοι οι παριλίσσιες τα παριλίσσια
      γενική των παριλίσσιων των παριλίσσιων των παριλίσσιων
    αιτιατική τους παριλίσσιους τις παριλίσσιες τα παριλίσσια
     κλητική παριλίσσιοι παριλίσσιες παριλίσσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παριλίσσιος < παρ- + Ιλισσ(ός) + -ιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾiˈli.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρι‐λίσ‐σι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

παριλίσσιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία