παρεχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπαρεχόμενος, παρεχόμενη και παρεχομένη, παρεχόμενο
- που παρέχεται, που δίνεται, χορηγείται
- παρεχόμενες υπηρεσίες, εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις, παρεχόμενος εξοπλισμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αντιπαρεχόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεχόμενος
|