παρελθοντολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρελθοντολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρελθοντολογώ
Μετοχή επεξεργασία
παρελθοντολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρελθοντολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρελθοντολογημένος
|