↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρελθοντολογημένος η παρελθοντολογημένη το παρελθοντολογημένο
      γενική του παρελθοντολογημένου της παρελθοντολογημένης του παρελθοντολογημένου
    αιτιατική τον παρελθοντολογημένο την παρελθοντολογημένη το παρελθοντολογημένο
     κλητική παρελθοντολογημένε παρελθοντολογημένη παρελθοντολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρελθοντολογημένοι οι παρελθοντολογημένες τα παρελθοντολογημένα
      γενική των παρελθοντολογημένων των παρελθοντολογημένων των παρελθοντολογημένων
    αιτιατική τους παρελθοντολογημένους τις παρελθοντολογημένες τα παρελθοντολογημένα
     κλητική παρελθοντολογημένοι παρελθοντολογημένες παρελθοντολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρελθοντολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρελθοντολογώ

παρελθοντολογημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία