παραχέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραχέρι | τα | παραχέρια |
γενική | του | παραχεριού | των | παραχεριών |
αιτιατική | το | παραχέρι | τα | παραχέρια |
κλητική | παραχέρι | παραχέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραχέρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) η χειρωνακτική βοήθεια που παρέχεται σε κάποιον
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο, συνεκδοχικά) ο παρέχων τέτοιου είδους βοήθεια
- ≈ συνώνυμα: βοηθός, συνεργάτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραχέρι
|