παράχερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράχερο | τα | παράχερα |
γενική | του | παράχερου | των | παράχερων |
αιτιατική | το | παράχερο | τα | παράχερα |
κλητική | παράχερο | παράχερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαράχερο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) άλλη μορφή του παραχέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράχερο
|