παραφασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραφασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paraphasie < αρχαία ελληνική παρά + φάσις < φημί
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραφασία θηλυκό
- (ιατρική) εκφραστική διαταραχή που εκδηλώνεται με την εκφώνηση διαφορετικών λέξεων ή φωνημάτω απ’ αυτά που έχει στο μυαλό του ο ομιλών / πάσχων
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφασία