παρασκευαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασκευαστικός < αρχαία ελληνική παρασκευαστικός < παρασκευάζω
Επίθετο
επεξεργασίαπαρασκευαστικός
- που έχει σχέση με την παρασκευή ή τον παρασκευαστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασκευαστικός
|