Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπολιτικός η παραπολιτική το παραπολιτικό
      γενική του παραπολιτικού της παραπολιτικής του παραπολιτικού
    αιτιατική τον παραπολιτικό την παραπολιτική το παραπολιτικό
     κλητική παραπολιτικέ παραπολιτική παραπολιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπολιτικοί οι παραπολιτικές τα παραπολιτικά
      γενική των παραπολιτικών των παραπολιτικών των παραπολιτικών
    αιτιατική τους παραπολιτικούς τις παραπολιτικές τα παραπολιτικά
     κλητική παραπολιτικοί παραπολιτικές παραπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπολιτικός < παρα- + πολιτικός

  Επίθετο επεξεργασία

παραπολιτικός

  1. που ασχολείται με το πολιτικό παρασκήνιο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παραπολιτική

  Μεταφράσεις επεξεργασία