παρανάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρανάλωμα < (ελληνιστική κοινή) παρανάλωμα < παραναλίσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρανάλωμα ουδέτερο
- αυτό ή αυτός που καταστρέφεται ολοσχερώς, που πέφτει θύμα, που καίγεται ολοκληρωτικά (σύνηθες κυρίως στην έκφραση γίνομαι παρανάλωμα του πυρός)
- το εργοστάσιο και τόνοι εμπορευμάτων έγιναν παρανάλωμα του πυρός
- παρανάλωμα του πάθους / έρωτα παρανάλωμα / παρανάλωμα της απληστίας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρανάλωμα < παραναλίσκω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρανάλωμα
- (ελληνιστική κοινή) αυτό που αναλώθηκε, ξοδεύτηκε περιττά, το σπαταλημένο, το ανώφελο βάρος
- τί γὰρ ἄλλο ἐστὶ ταῦτα ἢ χρόνου παρανάλωμα; και τι άλλο είναι αυτά από άσκοπη απώλεια χρόνου; (Αιλιανός Κλαύδιος, Ποικίλη Ιστορία, 17)
- καὶ μέγα τοῦτο τῇ Σπάρτῃ παρανάλωμα τοῦ πολέμου πέρας ἔχοντος ἐποίησεν ἡ φιλοτιμία τῶν ἀρχόντων : και αυτή τη μεγάλη άσκοπη απώλεια της Σπάρτης -αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει- την προκάλεσε το φιλότιμο των αρχηγών (Πλούταρχ. Πύρρος 30)