παραναλίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραναλίσκω
- σπαταλώ, άσκοπη δαπάνη
- καὶ λογίσασθαι τοῦθ᾽ ὅτι.. παραναλώσετε μὲν πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἂν δαπανήσητε, βελτίω δ᾽ οὐδ᾽ ὁτιοῦν τὰ πράγματ᾽ ἔσται : και αναλογιστείτε ότι... αν και θα έχετε σπαταλήσει όσα δαπανήσετε, δεν θα έχετε βελτιώσει τη θέση σας στο παραμικρό (Δημοσθ. Προοίμια 21)
- (παθητικό) σκοτώνομαι χάνομαι
- ἀπέθανον δὲ καὶ Θηβαίων τριακόσιοι ....οὗτοι δὲ ἦσαν ἐν αἰτίᾳ τοῦ λακωνίζειν, ἣν σπουδάζοντες ἀπολύσασθαι τοῖς πολίταις καὶ σφῶν αὐτῶν ἀφειδοῦντες ἐν τῇ διώξει παραναλώθησαν. :πέθαναν και τριακόσιοι Θηβαίοι... επειδή είχαν κατηγορηθεί ότι έδειχναν φιλοσπαρτιατικά αισθήματα και στην έντονη προσπάθειά τους να απαλλαγούν (από τη μομφή) απέναντι στους συμπολίτες τους, ρίχτηκαν χωρίς φειδώ (χωρίς ουσιαστικό λόγο) στην καταδίωξη των εχθρών και χάθηκαν άσκοπα (Πλούταρχος, Λύσανδρος 28)