Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιττά < περιττός

  Επίρρημα επεξεργασία

περιττά

  • μη αναγκαία
    Δεν σου χρειάζονται όλα αυτά τα παιχνίδια. Σου είναι περιττά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

περιττά