παραλογιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλογιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραλογιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαπαραλογιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραλογιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλογιασμένος
|
παραλογιασμένος, -η, -ο
|