Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλογιάζω < μεσαιωνική ελληνική παραλογέομαι[1] / παραλογίζομαι / παραλογέω / παραλογάω < αρχαία ελληνική παράλογος < παρά + λόγος

  Ρήμα επεξεργασία

παραλογιάζω

  1. (μεταβατικό) τρελαίνω
  2. (αμετάβατο) τρελαίνομαι, παραλογίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. παραλογέομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)