παραληρηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραληρηματικός < παραλήρημα + -τικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.li.ɾi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐λη‐ρη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παραληρηματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το παραλήρημα, αναφέρεται σ’ αυτό ή το προκαλεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραληρηματικά
- → δείτε τις λέξεις παραλήρημα, παραληρώ, παρά και λῆρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραληρηματικός
|