Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντελιριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ντελιριακ
ός
η
ντελιριακ
ή
το
ντελιριακ
ό
γενική
του
ντελιριακ
ού
της
ντελιριακ
ής
του
ντελιριακ
ού
αιτιατική
τον
ντελιριακ
ό
την
ντελιριακ
ή
το
ντελιριακ
ό
κλητική
ντελιριακ
έ
ντελιριακ
ή
ντελιριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ντελιριακ
οί
οι
ντελιριακ
ές
τα
ντελιριακ
ά
γενική
των
ντελιριακ
ών
των
ντελιριακ
ών
των
ντελιριακ
ών
αιτιατική
τους
ντελιριακ
ούς
τις
ντελιριακ
ές
τα
ντελιριακ
ά
κλητική
ντελιριακ
οί
ντελιριακ
ές
ντελιριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντελιριακός
<
ντελίριο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
ντελιριακός
ο
παραληρηματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντελιριακός
→
δείτε
τη λέξη
παραληρηματικός