ντελίριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντελίριο | τα | ντελίρια |
γενική | του | ντελίριου | των | ντελίριων |
αιτιατική | το | ντελίριο | τα | ντελίρια |
κλητική | ντελίριο | ντελίρια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντελίριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική delirio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντελίριο ουδέτερο
- (οικείο) το παραλήρημα
- έξαψη, ταραχή που προκαλείται από έντονα αισθήματα, συγκίνηση ή πάθος
- ντελίριο ενθουσιασμού μετά τη νίκη της εθνικής ομάδας