λῆρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λῆρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλῆρος αρσενικό
- λόγος εντυπωσιακός αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
- παραλήρημα, φλυαρία
- (ως επίθετο) ανόητος
Δείτε επίσης : λήρος |
λῆρος αρσενικό