Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραληρέω < παρα- + ληρέω / ληρῶ < λῆρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂- (κρύπτομαι, καλύπτομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

παραληρέω

  1. παραληρώ
  2. παραλογίζομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία