ληρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ληρέω < λῆρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂- (κρύπτομαι, καλύπτομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαληρέω
- ανοηταίνω, παραλογίζομαι, μιλάω ή φέρομαι ανόητα
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι , 1136
- ΑΙ. ὁρᾷς ὅτι ληρεῖς. ΕΥ. ἀλλ᾽ ὀλίγον γέ μοι μέλει.
- ΑΙΣ. Βλέπεις πως λες βλακείες. ΕΥΡ. Μα δε με νοιάζει.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- ΑΙ. ὁρᾷς ὅτι ληρεῖς. ΕΥ. ἀλλ᾽ ὀλίγον γέ μοι μέλει.
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι , 1136
- (ιατρική) (ελληνιστική κοινή) παραληρώ
- φλυαρώ, με πιάνει παραλήρημα για κάτι
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Παναθηναϊκός, 12.11
- οὐ περὶ μικρῶν τὴν προαίρεσιν ποιούμενος οὐδὲ περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων οὐδὲ περὶ ὧν ἄλλοι τινὲς ληροῦσιν, ἀλλὰ περὶ τῶν Ἑλληνικῶν καὶ βασιλικῶν καὶ πολιτικῶν πραγμάτων,
- Τα θέματα με τα οποία επέλεξα να ασχοληθώ δεν ήταν ασήμαντα ούτε αφορούσαν σε ιδιωτικές συμφωνίες ούτε και σε ζητήματα για τα οποία κάποιοι άλλοι φλυαρούν, αλλά σε υποθέσεις σχετικά με τους Έλληνες, τους βασιλιάδες και την πολιτική.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek-language.gr
- οὐ περὶ μικρῶν τὴν προαίρεσιν ποιούμενος οὐδὲ περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων οὐδὲ περὶ ὧν ἄλλοι τινὲς ληροῦσιν, ἀλλὰ περὶ τῶν Ἑλληνικῶν καὶ βασιλικῶν καὶ πολιτικῶν πραγμάτων,
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Παναθηναϊκός, 12.11
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λῆρος
- νέα ελληνική: παραληρώ
Πηγές
επεξεργασία- ληρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ληρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.