Κρονόληρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κρονόληρος | οἱ | Κρονόληροι | ||||
γενική | τοῦ | Κρονολήρου | τῶν | Κρονολήρων | ||||
δοτική | τῷ | Κρονολήρῳ | τοῖς | Κρονολήροις | ||||
αιτιατική | τὸν | Κρονόληρον | τοὺς | Κρονολήρους | ||||
κλητική ὦ! | Κρονόληρε | Κρονόληροι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κρονολήρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Κρονολήροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΚρονόληρος, -ου / κρονόληρος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) φλύαρος γέρος που λέει ανοησίες
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά, Περὶ παίδων ἀγωγῆς.13b
Πηγές
επεξεργασία- Κρονόληρος, κρονόληρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.