παρακολούθησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακολούθησις < παρακολουθέω / παρακολουθώ, παρακολουθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἀκολούθησις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παρακολούθηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακολούθησις θηλυκό
- η από κοντά παρατήρηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παρακολουθέω, παρά και ἀκόλουθος
Πηγές επεξεργασία
- παρακολούθησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.