↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρακολούθησῐς αἱ παρακολουθήσεις
      γενική τῆς παρακολουθήσεως τῶν παρακολουθήσεων
      δοτική τῇ παρακολουθήσει ταῖς παρακολουθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρακολούθησῐν τὰς παρακολουθήσεις
     κλητική ! παρακολούθησῐ παρακολουθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακολουθήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρακολουθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακολούθησις < παρακολουθέω / παρακολουθώ, παρακολουθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἀκολούθησις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παρακολούθηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρακολούθησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία