παρακολουθήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρακολουθήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακολουθώ
- θα παρακολουθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακολουθώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαρακολουθήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρακολούθηση