Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρακολουθήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακολουθώ
  2. θα παρακολουθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακολουθώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παρακολουθήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρακολούθηση