Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγγελιοδοχικός η παραγγελιοδοχική το παραγγελιοδοχικό
      γενική του παραγγελιοδοχικού της παραγγελιοδοχικής του παραγγελιοδοχικού
    αιτιατική τον παραγγελιοδοχικό την παραγγελιοδοχική το παραγγελιοδοχικό
     κλητική παραγγελιοδοχικέ παραγγελιοδοχική παραγγελιοδοχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγγελιοδοχικοί οι παραγγελιοδοχικές τα παραγγελιοδοχικά
      γενική των παραγγελιοδοχικών των παραγγελιοδοχικών των παραγγελιοδοχικών
    αιτιατική τους παραγγελιοδοχικούς τις παραγγελιοδοχικές τα παραγγελιοδοχικά
     κλητική παραγγελιοδοχικοί παραγγελιοδοχικές παραγγελιοδοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγγελιοδοχικός < παραγγελιοδόχος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παραγγελιοδοχικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία