παρέλκυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρέλκυση | οι | παρελκύσεις |
γενική | της | παρέλκυσης* | των | παρελκύσεων |
αιτιατική | την | παρέλκυση | τις | παρελκύσεις |
κλητική | παρέλκυση | παρελκύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρελκύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρέλκυση < (ελληνιστική κοινή) παρέλκυσις < αρχαία ελληνική παρέλκω < παρά + ἕλκω / ἑλκύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρέλκυση θηλυκό
- (λόγιο) εσκεμμένη χρονοτριβή και καθυστέρηση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παρελκυστικά
- παρελκυστικός
- παρέλκω
- → δείτε τις λέξεις παρά και έλκω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρέλκυση
|