παρελκυστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρελκυστικά < παρελκυστικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
παρελκυστικά
- (λόγιο) με παρελκυστικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρελκυστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παρελκυστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρελκυστικό