Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παντόμιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παντόμιμ
ος
οι
παντόμιμ
οι
γενική
του
παντόμιμ
ου
των
παντόμιμ
ων
αιτιατική
τον
παντόμιμ
ο
τους
παντόμιμ
ους
κλητική
παντόμιμ
ε
παντόμιμ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παντόμιμος
<
ελληνιστική κοινή
παντόμιμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παντόμιμος
αρσενικό
ηθοποιός
που
μιμείται
, που
παριστάνει
ένα
θεατρικό
έργο
χωρίς
να
μιλάει
Συγγενικά
επεξεργασία
παντομιμικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παντόμιμος
αγγλικά
:
pantomimic
(en)