↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανθεϊστικός η πανθεϊστική το πανθεϊστικό
      γενική του πανθεϊστικού της πανθεϊστικής του πανθεϊστικού
    αιτιατική τον πανθεϊστικό την πανθεϊστική το πανθεϊστικό
     κλητική πανθεϊστικέ πανθεϊστική πανθεϊστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανθεϊστικοί οι πανθεϊστικές τα πανθεϊστικά
      γενική των πανθεϊστικών των πανθεϊστικών των πανθεϊστικών
    αιτιατική τους πανθεϊστικούς τις πανθεϊστικές τα πανθεϊστικά
     κλητική πανθεϊστικοί πανθεϊστικές πανθεϊστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανθεϊστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panthéistique < panthéist(e) (πανθεϊστής) + -ique (-ικός)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pan.θe.i.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐θε‐ϊ‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

πανθεϊστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία