πανθεϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανθεϊσμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανθεϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία) η πεποίθηση ότι η φύση και ο θεός είναι ένα και συμπερασματικά ότι ο κόσμος είναι θείος
πανθεϊσμός αρσενικό