πανηγυρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανηγυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πανηγυρίζω
Μετοχή επεξεργασία
πανηγυρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πανηγυρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανηγυρισμένος
|
πανηγυρισμένος, -η, -ο
|