πανηγυρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπανηγυρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πανηγυρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πανηγυρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πανηγυρισμένος