πανδοχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πανδοχεῖον | τὰ | πανδοχεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πανδοχείου | τῶν | πανδοχείων | ||||
δοτική | τῷ | πανδοχείῳ | τοῖς | πανδοχείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πανδοχεῖον | τὰ | πανδοχεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πανδοχεῖον | πανδοχεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανδοχείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πανδοχείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανδοχεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πανδοκεῖον με την επίδραση θεμάτων με χι όπως στο δέχομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε παν- + δοχεῖον < δοκεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανδοχεῖον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ξενώνας, ξενοδοχείο, πανδοχείο
- ※ 2ος κε αιώνας Ο αττικιστής Φρύνιχος ο Βιθυνός ή Αράβιος καταδικάζει τον τύπο με χι - ⌘Anecodta Bachmanniana 307 (Phryn. 276)
- πανδοχεῖον ούκ έρεΐς, ἀλλὰ διὰ τοῦ κ, πανδοκεῖον, καὶ πανδοκεύτρια καὶ πανδοκεύς)
- ※ 2ος κε αιώνας Ο αττικιστής Φρύνιχος ο Βιθυνός ή Αράβιος καταδικάζει τον τύπο με χι - ⌘Anecodta Bachmanniana 307 (Phryn. 276)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πανδοχεῖον, πανδοκεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πανδοχείο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.