πανδοχεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πανδοχεύς | οἱ | πανδοχεῖς | ||||
γενική | τοῦ | πανδοχέως | τῶν | πανδοχέων | ||||
δοτική | τῷ | πανδοχεῖ | τοῖς | πανδοχεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πανδοχέᾱ | τοὺς | πανδοχέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πανδοχεῦ | πανδοχεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανδοχεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πανδοχέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανδοχεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc με ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανδοχεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πανδοχεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.