πανδοκεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πανδοκεῖον | τὰ | πανδοκεῖᾰ |
γενική | τοῦ | πανδοκείου | τῶν | πανδοκείων |
δοτική | τῷ | πανδοκείῳ | τοῖς | πανδοκείοις |
αιτιατική | τὸ | πανδοκεῖον | τὰ | πανδοκεῖᾰ |
κλητική ὦ! | πανδοκεῖον | πανδοκεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανδοκείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πανδοκείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανδοκεῖον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανδοκεῖον ουδέτερο
- ξενώνας, πανδοχείο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 550 (549-551)
- [ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ Α’] Πλαθάνη, Πλαθάνη, δεῦρ᾽ ἔλθ᾽. ὁ πανοῦργος οὑτοσί, | ὃς εἰς τὸ πανδοκεῖον εἰσελθών ποτε | ἑκκαίδεκ᾽ ἄρτους κατέφαγ᾽ ἡμῶν
- [Η ΠΡΩΤΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ] Πλαθάνη, τρέξε. Νά ο αχρείος | που μπήκε κάποτε μες στο χάνι | και δεκάξι μας έφαγε ψωμιά…
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ Α’] Πλαθάνη, Πλαθάνη, δεῦρ᾽ ἔλθ᾽. ὁ πανοῦργος οὑτοσί, | ὃς εἰς τὸ πανδοκεῖον εἰσελθών ποτε | ἑκκαίδεκ᾽ ἄρτους κατέφαγ᾽ ἡμῶν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 158 @scaife.perseus
- οὔθʼ ὅτʼ ἐκεῖσʼ ἐπορεύοντο οὔθʼ ὅτʼ ἐκεῖθεν δεῦρο, τοὺς ὅρκους ἔλαβον, ἀλλʼ ἐν τῷ πανδοκείῳ τῷ πρὸ τοῦ Διοσκορείου (εἴ τις ὑμῶν εἰς Φερὰς ἀφῖκται, οἶδʼ ὃ λέγω), ἐνταῦθʼ ἐγίγνονθʼ οἱ ὅρκοι, ὅτε δεῦρʼ ἤδη τὸ στράτευμʼ ἄγων ἐβάδιζε Φίλιππος, αἰσχρῶς, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἀναξίως ὑμῶν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 97 @scaife.perseus
- πρῶτον μὲν γὰρ δέκα πρέσβεων ὄντων, ἑνδεκάτου δὲ τοῦ συμπεμφθέντος ἡμῖν ἀπὸ τῶν συμμάχων, οὐδεὶς αὐτῷ συσσιτεῖν, ὅτʼ ἐξῇμεν ἐπὶ τὴν ὑστέραν πρεσβείαν, ἤθελεν, οὐδὲ[*] ἐν ταῖς ὁδοῖς, ὅπου δυνατὸν ἦν, εἰς ταὐτὸν πανδοκεῖον καταλύειν, ὁρῶντες αὐτὸν ἐν τῇ προτέρᾳ πρεσβείᾳ πᾶσιν αὐτοῖς ἐπιβεβουλευκότα.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 20.9
- καὶ ὅτι ψυχρὸν ὕδωρ ἐστὶ παρ᾽ αὐτῷ λακκαῖον καὶ [ὡς] κῆπος λάχανα πολλὰ ἔχων καὶ ἁπαλὰ [ὥστε εἶναι ψυχρὸν] καὶ μάγειρος εὖ τὸ ὄψον σκευάζων, καὶ ὅτι ἡ οἰκία αὐτοῦ πανδοκεῖόν ἐστι —μεστὴ γὰρ ἀεί—
- Λέει ακόμη ότι το σπίτι του διαθέτει μια δεξαμενή με κρύο νερό και κήπο με πολλά και τρυφερά λαχανικά και μάγειρα που ετοιμάζει καλό φαγητό, ότι η οικία του είναι πανδοχείο, γιατί είναι πάντα γεμάτη,
- Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
- καὶ ὅτι ψυχρὸν ὕδωρ ἐστὶ παρ᾽ αὐτῷ λακκαῖον καὶ [ὡς] κῆπος λάχανα πολλὰ ἔχων καὶ ἁπαλὰ [ὥστε εἶναι ψυχρὸν] καὶ μάγειρος εὖ τὸ ὄψον σκευάζων, καὶ ὅτι ἡ οἰκία αὐτοῦ πανδοκεῖόν ἐστι —μεστὴ γὰρ ἀεί—
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 550 (549-551)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ελληνιστική : πανδοχεῖον
- πανδόκιον
- πανδοκίον(sic) (κατά τον Ησύχιο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πανδοκεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανδοκεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.