Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανδαισία οι πανδαισίες
      γενική της πανδαισίας των πανδαισιών
    αιτιατική την πανδαισία τις πανδαισίες
     κλητική πανδαισία πανδαισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανδαισία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανδαισία[1] < παν- + δαίς < δαίω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pan.ðeˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐δαι‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανδαισία θηλυκό

  1. πλούσιο γεύμα με μεγάλη ποικιλία φαγητών και γεύσεων
  2. (μεταφορικά) πλούσια αισθητική εμπειρία και απόλαυση
    πανδαισία χρωμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία