↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανδέγμων
πανδέγμονας
η πανδέγμων το πανδέγμον
      γενική του πανδέγμονος
πανδέγμονα
της πανδέγμονος του πανδέγμονος
    αιτιατική τον πανδέγμονα την πανδέγμονα το πανδέγμον
     κλητική πανδέγμων
πανδέγμονα
πανδέγμων πανδέγμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανδέγμονες οι πανδέγμονες τα πανδέγμονα
      γενική των πανδεγμόνων των πανδεγμόνων των πανδεγμόνων
    αιτιατική τους πανδέγμονες τις πανδέγμονες τα πανδέγμονα
     κλητική πανδέγμονες πανδέγμονες πανδέγμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανδέγμων < παν- + δέχομαι, κατ' αντιστοιχία των αρχαίων θεοδέγμων, οἰκοδέγμων, κυμοδέγμων, νεκροδέγμων, ὀϊστοδέγμων, πολυδέγμων και Πολυδέγμων

  Επίθετο

επεξεργασία

πανδέγμων αρσενικό ή θηλυκό

  • (σπάνιο, λόγιο) που δέχεται τα πάντα
    ※  Ἀνυψῶ και ἀνατείνω τά ὄμματα ἐν τοιαύτη τῆ πρός ἐμέ ἐνδείξει τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος την παγδέμονα καθορῶ Ἐκκλησιαστικὴν Αὐτῆς ἀγάπην, τὴν χρυσῆν ἅλυσιν, τὴν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης τὴν μητέρα Εκκλησίαν τῇ θυγατρὶ Ἐκκλησίᾳ ἐνοῦσάν τε καὶ συνάπτουσαν (Β.Δ. Καλλίφρων, Εκκλησιαστικά ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον, τύποις Ανατολικού Αστέρος, 1867, σελ. 12, επιστολή του Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετου, 5 Σεπτεμβρίου 1857 προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο [1]
    ※  Υπήρχε κατ' εκείνους τους χρόνους μία πύλη ευρύχωρος, πανδέγμων, έν κοίλον αμέτρητον. Ήτο το μοναστήριον. Διηυθύνθη εκείσε, ελπίσασα ότι έμελλε να λησμονήση τόν κόσμον και ότι θα ήτο ευτυχής εν τη μοναξία της (Οι έμποροι των εθνών, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1883)
    ※  Η γαλλική σκέψη λειτουργεί για τα τελευταία πενήντα χρόνια ως ένας φιλοσοφικός πανδέκτης, μια πανδέγμων θάλασσα λόγου, που απορροφάει στοιχεία και ουσίες από αμέτρητες παραδόσεις για να συνθέσει τον βιότοπο της (Διαβάζω, τεύχη 363-366, 1996, σελ. 58)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία