παναρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παναρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πανάρω
Μετοχή επεξεργασία
παναρισμένος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που έχει παναριστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πανέ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παναρισμένος
|