παλυνολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλυνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palynology + -ία < αρχαία ελληνική παλύνω + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλυνολογία θηλυκό
- (επιστήμη) η επιστημονική μελέτη των κόκκων γύρης, των σπόρων και άλλων μικροσκοπικών οργανικών υπολειμμάτων, με σκοπό την κατανόηση της φυτολογικής, περιβαλλοντικής και γεωλογικής ιστορίας
Συγγενικά
επεξεργασία- παλυνολόγος
- → δείτε τις λέξεις παλύνω και λέγω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλυνολογία