↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλυνολογία οι παλυνολογίες
      γενική της παλυνολογίας των παλυνολογιών
    αιτιατική την παλυνολογία τις παλυνολογίες
     κλητική παλυνολογία παλυνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλυνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palynology + -ία < αρχαία ελληνική παλύνω + λέγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλυνολογία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία