παλετοποιητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαλετοποιητής αρσενικό
- (νεολογισμός) μηχάνημα ή συσκευή με την οποία κατασκευάζουμε παλέτες, που συμβάλλει στην παλετοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλετοποιητής
|
- ↑ < γαλλική palette < παλαιά γαλλική palete < pale < λατινική palidus < palleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel- (γκρι)