παλαιοημερολογιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιοημερολογιτισμός < παλαιοημερολογίτης + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαιοημερολογιτισμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος παλαιοημερολογίτης
- (μεταφορικά) αναχρονισμός, οπισθοδρόμηση, συντηρητισμός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παλαιοημερολογίτης, παλαιός και ημερολόγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαιοημερολογιτισμός
|