↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοημερολογιτισμός οι παλαιοημερολογιτισμοί
      γενική του παλαιοημερολογιτισμού των παλαιοημερολογιτισμών
    αιτιατική τον παλαιοημερολογιτισμό τους παλαιοημερολογιτισμούς
     κλητική παλαιοημερολογιτισμέ παλαιοημερολογιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλαιοημερολογιτισμός < παλαιοημερολογίτης + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλαιοημερολογιτισμός αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος παλαιοημερολογίτης
     αντώνυμα: νεοημερολογιτισμός
  2. (μεταφορικά) αναχρονισμός, οπισθοδρόμηση, συντηρητισμός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία