Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιοημερολογίτης οι παλαιοημερολογίτες
      γενική του παλαιοημερολογίτη των παλαιοημερολογιτών
    αιτιατική τον παλαιοημερολογίτη τους παλαιοημερολογίτες
     κλητική παλαιοημερολογίτη παλαιοημερολογίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοημερολογίτης < παλαιο- + ἡμερολόγ(ιον) + -ίτης [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιοημερολογίτης αρσενικό (θηλυκό παλαιοημερολογίτισσα)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία