παλαιοημερολογίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιοημερολογίτης < παλαιο- + ἡμερολόγ(ιον) + -ίτης [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιοημερολογίτης αρσενικό (θηλυκό παλαιοημερολογίτισσα)
- αυτός που ακολουθεί το παλαιό (Ιουλιανό ημερολόγιο) όσον αφορά τις θρησκευτικές εορτές
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παλαιοημερολογίτισσα
- παλαιοημερολογιτισμός
- → δείτε τις λέξεις παλαιός και ημερολόγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιοημερολογίτης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παλαιοημερολογίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας