νεοημερολογίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοημερολογίτης < νεο- + ημερολόγ(ιο) + -ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοημερολογίτης αρσενικό (θηλυκό νεοημερολογίτισσα)
- αυτός που ακολουθεί το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό ημερολόγιο) όσον αφορά τις θρησκευτικές εορτές
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- νεοημερολογίτισσα
- νεοημερολογιτισμός
- → δείτε τις λέξεις νέος και ημερολόγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοημερολογίτης
|