Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλίμψηστο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παλίμψηστ
ο
τα
παλίμψηστ
α
γενική
του
παλίμψηστ
ου
των
παλίμψηστ
ων
αιτιατική
το
παλίμψηστ
ο
τα
παλίμψηστ
α
κλητική
παλίμψηστ
ο
παλίμψηστ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλίμψηστο
<
ελληνιστική κοινή
παλίμψηστον
,
ουδέτερο
του
παλίμψηστος
< (
αρχαία ελληνική
πάλιν
)
παλίμ-
+
ψάω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλίμψηστο
ουδέτερο
περγαμηνή
ή άλλο υλικό, που έχει
αποξεστεί
και
σβηστεί,
για να γραφεί κάποιο άλλο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
πάλι
και
ψάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλίμψηστο
γαλλικά
:
regratté
(fr)
,
palimpseste
(fr)