παλίμψηστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλίμψηστος < ελληνιστική κοινή παλίμψηστος
Επίθετο
επεξεργασίαπαλίμψηστος, -η, -ο
- που έχει αποξεστεί και σβηστεί, για να γραφεί κάποιο άλλο
- (ουσιαστικοποιημένο) παλίμψηστο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαλίμψηστος -ος, -ον
- που έχει σβηστεί και ξαναγραφεί ή ξαναζωγραφιστεί