παλίλλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλίλλογος < αρχαία ελληνική παλίλλογος < πάλιν + λέγω
Επίθετο
επεξεργασίαπαλίλλογος
- (λόγιο) που επαναλαμβάνεται ή επαναλαμβάνει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παλιλλογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλίλλογος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ παλίλλογος | τὸ παλίλλογον | οἱ, αἱ παλίλλογοι | τὰ παλίλλογα |
Γενική | τοῦ, τῆς παλιλλόγου | τοῦ παλιλλόγου | τῶν παλιλλόγων | τῶν παλιλλόγων |
Δοτική | τῷ, τῇ παλιλλόγῳ | τῷ παλιλλόγῳ | τοῖς, ταῖς παλιλλόγοις | τοῖς παλιλλόγοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν παλίλλογον | τὸ παλίλλογον | τοὺς, τὰς παλιλλόγους | τὰ παλίλλογα |
Κλητική | παλίλλογε | παλίλλογον | παλίλλογοι | παλίλλογα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παλιλλόγω | |||
Γενική-Δοτική | παλιλλόγοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαλίλλογος, -ος, -ον
- που συλλέγεται απ’ την αρχή