↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδολογικός η παιδολογική το παιδολογικό
      γενική του παιδολογικού της παιδολογικής του παιδολογικού
    αιτιατική τον παιδολογικό την παιδολογική το παιδολογικό
     κλητική παιδολογικέ παιδολογική παιδολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδολογικοί οι παιδολογικές τα παιδολογικά
      γενική των παιδολογικών των παιδολογικών των παιδολογικών
    αιτιατική τους παιδολογικούς τις παιδολογικές τα παιδολογικά
     κλητική παιδολογικοί παιδολογικές παιδολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδολογικός < παιδολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παιδολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία