Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδολογία οι παιδολογίες
      γενική της παιδολογίας των παιδολογιών
    αιτιατική την παιδολογία τις παιδολογίες
     κλητική παιδολογία παιδολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paidology ή paedology, από τη γαλλική pédologie, μορφολογικά αναλύεται ως παιδο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδολογία θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, Στοιχεία παιδολογίας, τόμ. Α΄ (Αθήνα, Ι.Ν. Σιδέρης, 1916), passim, ιδίως σσ. ιε΄-κ΄.