Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παιδεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παιδεμέν
ος
η
παιδεμέν
η
το
παιδεμέν
ο
γενική
του
παιδεμέν
ου
της
παιδεμέν
ης
του
παιδεμέν
ου
αιτιατική
τον
παιδεμέν
ο
την
παιδεμέν
η
το
παιδεμέν
ο
κλητική
παιδεμέν
ε
παιδεμέν
η
παιδεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παιδεμέν
οι
οι
παιδεμέν
ες
τα
παιδεμέν
α
γενική
των
παιδεμέν
ων
των
παιδεμέν
ων
των
παιδεμέν
ων
αιτιατική
τους
παιδεμέν
ους
τις
παιδεμέν
ες
τα
παιδεμέν
α
κλητική
παιδεμέν
οι
παιδεμέν
ες
παιδεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παιδεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παιδεύω
Μετοχή
επεξεργασία
παιδεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
παιδεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παιδεμένος